- λευκοτοξικός
- -ή, -ό(βιοχ.) χαρακτηρισμός ουσίας ικανής να καταστρέψει τα λευκοκύτταρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucotoxic < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + toxic (< υστερολατ. toxicus < λατ. toxicum < τοξικόν < τόξον)].
Dictionary of Greek. 2013.